- αναφθείρομαι
- ἀναφθείρομαι (Α)1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι«κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης)ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ;2. ματαιώνω, ψευτίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναφθαρήσεται — ἀναφθείρομαι by what ill luck came fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρη — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρης — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)